Τραγούδια

Για να γνωρίσει κανείς την πολιτική και οικονομική ιστορία ενός λαού κι ενός τόπου πρέπει να μελετήσει τα ειδικά ιστορικά συγγράμματα. Όμως η ιστορία και η επιστήμη της υπάρχει κίνδυνος να μείνουν μακριά από το σκοπό τους αν δεν βοηθήσει η τέχνη με τα παρακλάδια της. Προπαντός η τέχνη του Λόγου, η πιο μαζική απ όλες τις τέχνες και μάλιστα η πιο παλιά η ποίηση, θα μας ανοίξει το δρόμο για να γνωρίσουμε το λαό και τον τόπο αγγίζοντάς τον ψυχικό και πνευματικό βίο.

Δεν υπάρχει περιστατικό της κοινωνικής και πολιτικής, πολεμικής και ειρηνικής ζωής των ανθρώπων που έζησαν σ’ αυτόν τον τόπο, που δόνησε την ψυχή των Ελλήνων ομαδικά ή ατομικά που να μην έχει καταγραφεί στους στίχους κάποιου λαϊκού μας τραγουδιστή.

Έτσι και το δημοτικό τραγούδι της Λάβδας είτε έχει τις ρίζες στο χωριό μας, είτε είναι παρμένο από άλλη περιοχή, είναι προσαρμοσμένο στις γεωγραφικές, κλιματολογικές κοινωνικές και επαγγελματικές συνθήκες του χωριού.

Τα θέματα αντλούνται απ την κλεφτουριά και τους αγώνες ενάντια στους Τούρκους. Ο Τότσκας λ.χ. κ.α. θέματα παρμένα απ τη μυθολογία, τραγούδια του γάμου, του έρωτα, του Χάρου ,τα μοιρολόγια. Όλα αυτά τα συναισθήματα μετουσιωμένα σε τέχνη αποτελούν κοινό σημείο που ενώνει το σημερινό Έλληνα με τους Έλληνες της αρχαιότητας, του Μεσαίωνα, της τουρκοκρατίας, του Εικοσιένα, αποτελούν την εθνική κληρονομιά, την πονεμένη η χαρούμενη μνήμη του, ολόκληρη την ιστορική του διαδρομή.

Το δημοτικό μας τραγούδι είναι αποτέλεσμα εξέλιξης μακροχρόνιας καλλιέργειας και αργόπορης διάπλασης, όπως συμβαίνει με όλες τις μορφές που βγαίνουν από τα σπλάχνα του λαού μας.

από το αρχείο του Δημητρίου Ζιώγα

Παραθέτουμε κάποια αντιπροσωπευτικά τραγούδια:

Χριστούγεννα

Αφέντη μου Αφεντάκη μου

πέντε φορές Αφέντη

πέντε κρατούν την Μούλα σου

και δέκα καλιγώνουν

και δέκα οκτώ παρακαλούν

να καβαληκέψ’ Αφέντης

αφέντης καβαλίκεψε

την έμορφη την Μούλα

με τον Σταυρό στον μέτωπο

φεγγάρι στα καπούλια

Χριστούγεννα

Ένα μικρό μικρούτσικο

μικρό και χαϊδεμένο

μικρό το είχε η μάννα του

μικρό και ο μπαμπά του

το έλουζαν το χτένιζαν

και στο σχολειό το στέλνουν

ο δάσκαλος το καρτερεί

με μια χρυσή βεργούλα

και η κυρά δασκάλισσα

με δυο κλωνάρια μόσχο

παιδί ’μ να μάθεις γράμματα

παιδί ’μ να μάθεις γνώση

Τα γράμματα είναι στο χαρτί

και η γνώση πέρα –πέρα

πέρα πέρα στις όμορφες

πέρα στις μαυρομάτες

που’χουν το μάτι σαν ελιά

το φρύδι σαν γαϊτάνι

Πάσχα

Ήρθαν τα πασχαλιόγιορτα

και οι επίσημες ημέρες Ματό Χριστός Ανέστη

και οι επίσημες ημέρες Ματό Αληθώς Ανέστη

Βγήκαν οι νύφες στο χορό

βγήκαν τα παλικάρια Ματό Χριστός Ανέστη

βγήκαν τα παλικάρια Ματό Αληθώς Ανέστη

Μάνα μου κλαίει το παιδί

κλαίει και δεν μυρώνει Ματό Χριστός Ανέστη

κλαίει και δεν μυρώνει Ματό Αληθώς Ανέστη

Για πάρε μήλο απ΄τη μηλιά

Και δώστο να μυρώσει Ματό Χριστός Ανέστη

και δώστο να μυρώσει Ματό Αληθώς Ανέστη.

Πάσχα

Γι’άκου το πουλί μπεϊνά μ’

γι’άκου το πουλί πως ‘μορφολαλεί

Πως μορφολαλεί μπεϊνάν μ’

πως μορφολαλεί για την Άνοιξη

Για την Άνοιξη μπεϊνά μ’

για την Άνοιξη το φθινόπωρο

Το φθινόπωρο μπεϊνά μ’

για μια Καλογρά

Για μια Καλογρά μπεϊνά μ’

για μια Καλογρά

σέρνει το χορό

Σέρνει το χορό μπεϊνά μ’

σέρνει το χορό σέρνει τον χορό

τον Καγκελιστό.

ΠΑΣΧΑ

Άσπρο σταφύλι τραγανό

κομμένο από την Τρίτη ματό Χριστός Ανέστη

κομμένο από την Τρίτη ματό Αληθώς Ανέστη

Και την Τετάρτη το πρωί

βγήκα να σεργιανήσω ματό Χριστός Ανέστη

βγήκα να σεργιανήσω ματό Αληθώς Ανέστη

Βγήκα να βρω την μοίρα μου

να την κατηγορήσω ματό Χριστός Ανέστη

να την κατηγορήσω ματό Αληθώς Ανέστη

Μοίρα τη μοίρα έγραψες

και μένα με τον κόσμο ματό Χριστός Ανέστη

και μένα με τον κόσμο ματό Αληθώς Ανέστη

Ήταν η μέρα βροχερή

και η νύχτα χιονισμένη ματό Χριστός Ανέστη

και η νύχτα χιονισμένη ματό Αληθώς Ανέστη

και γλύστρισα και σκόνταψα

και χύθκε η μελάνη ματό Χριστός Ανέστη

και χύθκε η μελάνη ματό Αληθώς Ανέστη.

Άρραβώνες

Πού ήσουν περιστερούλα μου

τόσον καιρό χαμένη

στους κάμπους ήμουν που έβοσκα

στα πλάγια γκιζερούσα

και τώρα το φθινόπωρο

σιμά στον Άγιο Δημήτρη

πήγα να μάσω κάστανα

με τ’ άλλα τα κορίτσια

κι ο Λιάκας μας αγνάντευε

από μια ψηλή ραχούλα

κορίτσια καστανιώτικα

ελάτε παραπάνω

έχω δυο λόγια να σας πω

και δυο να σας ρωτήσω

μην ήρθαν κλέφτες στο χωριό

μην ήρθαν Αρβανίτες

εμείς κλέφτες δεν είδαμε

ουδέ και Αρβανίτες.

Αρραβώνες

Όσα άστρα από τον ουρανό

και φύλλα έχουν τα δέντρα

τόσα φλουράκια ξόδιασα

κόρη μου εγώ για ‘σένα

Δεν το ‘ξερα πατέρα μου

τι ξόδιασες για μένα

να γίνω γης να με πατείς

γεφύρι να περάσεις

να γίνω κι ασημόκουπα

να σε κερνώ να πίνεις

εσύ αν πίνεις το κρασί

και εγώ να λάμπω μέσα.

Χαρά Γάμος

Η μάννα του κερή γαμπρού

στο παραθύρι κάθετε

στο παραθύρι κάθετε

και τον ΄νε γιο ορμήνευε

Εκεί που θα πας κερή γαμπρέ

μην παραπίνεις το κρασί

μην παραπίνεις το κρασί

και πέσεις και αποκοιμηθείς

και χάσεις το μαντήλι σου

και χάσεις το μαντήλι σου

και σε γελάσει η πεθερά.

Χαρά Γάμος

Που ήσουν εψές λεβέντη μου

που ήσουν προψές το βράδυ

εψές ήμουν στην μάνα μου

προψές στην αδελφή

και απόψε μαυρομάτα μου

ήρθα στη γειτονιά σου

στρώσε ο στρώμα σου για δυο

διπλά τα μαξιλάρια

Κυρατζίδικο Μοιρολόι

Βολιώμαι μια, βολιώμαι δυο

βολιώμαι τρείς και πέντε

βολιώμαι να ξενιτευτώ

πολύ μακριά στα ξένα

Όσα βουνά και αν πέρασα

όλα τα παραγγέλνω

βουνά να μην χιονίσετε

κάμποι μην παχνιστείτε

Ώσπου να πάω και να’ρθω

και πίσω να γυρίσω

βρίσκω τα χιόνια στα βουνά

τους κάμπους παχνισμένους

Πίσω γύρισα στα έρημα τα ξένα

κάνω τις ξένες αδελφές

τις ξένες παραμάνες

ξένες πλένουν τα ρούχα μου

ξένες τα σιδερώνουν

τα πλένουν μια, τα πλένουν δυο

τα πλένουν τρεις και πέντε

και από τις πέντε και ύστερα

τα ρίχνουν στο σοκάκι

πάρε ξένε τα ρούχα σου

πάρε και τα προικιά σου και συρε στην πατρίδα σου

σε καρτερεί η φαμελιά σου.

Τραπεζιάτικο

Ανάθεμα την Μάννα σου

ρε κυρασίνα μου

που σε έστειλε στον γάμο

και σε είδαν τα ματάκια μου

και ζάπη δεν στα κάνω

Σύρε να πεις την μάννα σου

ρε κυρασίνα μου

γαμπρό της να με κάνει

και αν δεν με θέλει για Γαμπρό

πες της για χοσμικιάρι.

Τραπεζιάτικο

Μια ξανθιά μια μαυρομάτα

από την Νάουσα

αγαπούσε έναν λεβέντη

πρώτον μάστορα

Όλη μέρα του δουλεύει

στα σαράγια του

και το βράδυ κατενένει

στα κρεβάτια του

Και στην αγκαλιά την παίρνει

και στα γόνατα

και στα μάτια την φιλούσε

και στο μάγουλο

Πιάστε τον αυτόν τον κλέφτη

να τον δείρουμε

να τον δείρουμε στα πόδια

με τριαντάφυλλα

να τον δείρουμε στα χέρια

με βασιλικό.

Τραπεζιάτικο

Τ’ ανάθεμα λέλε Ρίνα μου

τ’ ανάθεμα τα Γιάννενα

που έχουν στενά σοκάκια

λέλε Ρίνα μου

που έχουν στενά σοκάκια

Κατερίνα μου

και παραθύρια με γυαλιά

και μέσα μαύρα μάτια

κατέβα κάτω λέλε ρίνα μου

κατέβα κάτω και άνοιξε

την κρυσταλλένια πόρτα

λέλε Ρίνα μου

την κρυσταλλένια πόρτα

έβγα να σε δω.

Τραπεζιάτικο

Μωρή κακιά γειτόνισσα

παλιά μου φιλενάδα

σύμασ’ τα περιστέρια σου

Που έρχονται στην αυλή μου

μετρούν με πίνουν το νερό

και με σκορπούν το χώμα

Εγώ το χώμα χρειάζομαι

και το νερό το θέλω

θέλω να φτιάξω εκκλησιά

και μέγα Μοναστήρι

να ‘ρχονται νιές να προσκηνούν

να ‘ρχονται παντρεμένες

να ‘ρχεται και η αγάπη μου

να κάνει τον σταυρό της.

Χαρά Γάμος

Πέρα σ’εκείνο το βουνό

πέρα σε κειν ‘τη ράχη

που έχει αντάρα στην κορφή

και καταχνιά στην μέση

Στη ρίζα βόσκουν πρόβατα

και στην κορφή τα γίδια

και από την πίσω την μεριά

γινόταν ένας γάμος

Ο Γάμος είναι αρχοντικός

και η Νύφη περιστέρα

ο νούνους που στεφάνωνε

ήταν αρχοντοπαίδι

και τα μπρατίμια από κοντά

ήταν σαν Αγγελούδια.

Πρωτοχρονιά

Άγιος Βασίλης έρχεται

Γενάρης ξημερώνει

Βασίλη μ΄ πούθε ν’ έρχεσαι

και πούθε κατεβαίνεις

Εγώ απ’ τα ξένα έρχομαι

και στα δικά μου πάω

αν έρχεσαι απ’ την ξενιτιά

πες μας κανά τραγούδι

Εγώ τραγούδια μάθαινα

τραγούδια να σας λέω

στην πατηρίτσα ακούμπησα

να πω την Αλφα – Βήτα

Και η πατηρίτσα ήταν χλωρή

και απόληκε κλωνάρια

κλωνάρια χρυσουκλώναρα

χρυσά μαλαματένια.

από το αρχείο του Κάλτσιου Χρήστου