Ο Λάβδας στο χρόνο…

Ο Λάβδας στην πορεία του χρόνου και στην δίνη των εξελίξεων

 Empty

Χειμώνας 1988. Κεντρικό τμήμα του χωριού.
…Οργανωμένο το χωριό σε μια κοινωνία δομημένη με τη φιλοσοφία της εποχής και τα “σημεία των καιρών”, αλλά και των δύσκολων καιρικών συνθηκών, κατάφερναν οι κάτοικοί του να λύνουν όλα τους τα προβλήματα και, κυρίως αυτό της απόκτησης των αναγκαίων αγαθών. Χτισμένο σε υψόμετρο 1100 μ. και στη βορινή πλευρά του λόφου κρυμμένο μέσα σε θεόρατα δέντρα έμεινε μακριά απ’ το βλέμμα του Τούρκου. Μόνο ο δεκατζής περνούσε μια φορά το χρόνο, για το φόρο σοδειάς και, πού και πού ο ταχυδρόμος και οι ζαπτιέδες.Επίσης χάρη στην αυτοάμυνα που οργάνωσαν οι χωριανοί κατάφεραν και κράτησαν μακριά τους Αρβανίτες που διέσχιζαν τον ορεινό όγκο και έκαναν πλιάτσικο σ’ όλα τα χωριά με την ανοχή των Τούρκων. Είναι γνωστή η ιστορία κάποιου Καρακίτσιου που μόνος του κυνήγησε ένα μπουλούκι, δεκαπέντε -είκοσι Αρβανιτών. Στην είδηση ότι έρχονται απ’ τη μεριά της Αβδέλλας προσπάθησε να συστήσει μια ομάδα για την απόκρουσή τους. Μη μπορώντας να βρει εθελοντές όμως, γιατί ήταν θέρος και όλοι έλειπαν στα χωράφια και μη έχοντας χρόνο, πήγε μόνος του με το γκρα και ταμπουρώθηκε μεταξύ Γκιοβάνου και Κουζήλιου και όταν τους είδε άρχισε να τους ρίχνει απανωτά. Οι Αρβανίτες από φόβο ότι είχαν απέναντί τους πολλούς ν’ αντιμετωπίσουν, “έκοψαν πέρα”.Επίσης είναι γνωστό ότι σε μια απ’ τις καθόδους τους, αφού πέρασαν από πολλά Κουπατσαροχώρια και επιδόθηκαν σε άγριο πλιάτσικo, επιστρέφοντας μέσα απ’ τον ορεινό όγκο Όρλιακια- Κουκουράβα- Καντήλα -Γκιοβάνο, κάπου στην Κουκουράβα, τους έστησαν καρτέρι οι Λαβδανιώτες και τους πήραν όλη τη λεία, μαζί και τα ζωντανά. Έμαθαν όμως τ’ άλλα χωριά και κάποιοι ήρθαν να ζητήσουν πίσω τα πράγματά τους, για να εισπράξουν την απάντηση: “αν τα θέλατε ας τα φυλάγατε!”Ακόμα και τώρα στην κορυφή του χωριού “Δέντρα”, φαίνονται οι γούρνες που χρησίμευαν για ταμπούρια εναντίον των Αρβανιτών.…Tη δεκαετία του είκοσι και στις αρχές του τριάντα, η ελληνική ύπαιθρος μαστίζεται από τους «κλέφτες». Οι Ζιωγαίοι από το χωριό, ο Ζιώγας Απόστολος, ο Αντώνιος και ο Βασίλης αδέρφια, συκοφαντημένοι και διωγμένοι απ’ τ’ άδικο της μοίρας, αναγκάζονται «να βγουν» κλέφτες. Γίνονται ο φόβος και ο τρόμος στην περιοχή, αλλά και στην ευρύτερη ακόμα. Tα “δόντια” του χειμώνα!Προβάλλοντας ένα φιλολαϊκό προφίλ, [χαρατσώνουν τους κατέχοντες και βοηθούν τους ανήμπορους, χωρίς φυσικά να λείπουν και τα περέκτροπα], η τοπική κοινωνία τους βλέπει κάπως σαν τον Ρομπέν των δασών, ενώ οι χωροφυλάκοι αλλάζουν δρόμο να μη βρεθούν στο διάβα τους. Ο Βασίλης και ο Αντώνης καταφεύγουν στα σύνορα με Αλβανία, στα βόρεια των Ιωαννίνων στο χωριό Ντέντσκο. Από κει μπαίνουν στην Αρβανιτιά και λυμαίνονται την περιοχή. Χαρατσώνουν τους εύπορους και, μη έχοντας τι να κάνουν τα λάφυρα, κατεβαίνουν στα χωριά, βαφτίζουν νεογέννητα και τα “χρυσώνουν”. Ώσπου κάποιος απ’ τους “κουμπάρους” τους καταδίδει, τους στήνουν καρτέρι και τους σκοτώνουν κοντά στο Ντέντσκο, [Αετομηλίτσα]. Ο τρίτος ο Απόστολος, γνωστός με τ’ όνομα “Τόλιος”, ισάξιος του Γκαντάρα και του Γιαγκούλα, λυμαίνονταν την περιοχή των Γρεβενών, Ελασσόνας και Καλαμπάκας. Είχε το λημέρι του στη Λάβδα, ψηλά στη Γκρέγκζα και από κει ήλεγχε όλη την περιοχή. Ήταν ο φόβος και ο τρόμος όχι μόνο της εξουσίας αλλά και των άλλων κλεφτών. Τους κρατούσε μακριά απ’ το χωριό. Ήταν γνωστός για τη σκοπευτική του δεινότητα. Πολλοί συγγενείς του εξορίστηκαν απ’ το κράτος δικαίου στην Κρήτη, όπως και κάποιοι χωριανοί που δεν είχαν καμία συγγενική σχέση, αλλά γιατί κάποτε του πήγαν ψωμί στο λημέρι. Επανήλθαν στο χωριό μετά τη δολοφονία του.Όταν η τότε κυβέρνηση προκήρυξε τους “κλέφτες”, τον σκότωσαν με δόλιο τρόπο τρεις φίλοι του-αδέρφια- έξω απ’ την Κρανιά Ελασσόνας, στο μαντρί που τον φιλοξενούσαν κάθε χειμώνα, για να εισπράξουν την προκήρυξη, που δεν ήταν καθόλου ευκαταφρόνητη.To “τσιόλισμα” της βρίζας.

… στηριζόμενο το χωριό στην αυτοδύναμη οικονομία του και σ ένα εργασιακό καθεστώς αλληλέγγυο μεταξύ των χωριανών, μια μορφή αλληλοβοήθειας με τη μέθοδο των δανεικών μεροκάματων και της ανταλλαγής αγαθών, κατάφερναν και είχαν στην κατοχή τους όλα τα απαραίτητα για το μακρύ και δύσκολο χειμώνα.Μέσα από μια τέτοια σχέση αλτρουιστική είναι επόμενο να ενδυναμώνονται και οι διαπροσωπικές σχέσεις. Η αλληλεγγύη έγινε νοοτροπία και οι συνδετικοί μεταξύ τους κρίκοι πιο ισχυροί.Την αγαπούσαν τη γη! Τη σέβονταν! Έπαιρναν απ’ αυτήν όσα μπορούσε να δώσει κι όσα χρειάζονταν. Την αειφορική διαχείριση την ζούσαν από τότε κι ας μην ήξεραν τι είναι. Ήταν τρόπος ζωής γι αυτούς, που τον διδάχτηκαν μέσα απ’ την ίδια τη ζωή και τις δυσκολίες της.1958. Λαβδανιώτες “πριονάδες” στη Βασιλίτσα. [φωτο-Τολίκας]…Και σαν έρχονταν η ώρα και το επέτρεπε ο καιρός, ξεχύνονταν στα χωράφια και στις στρούγκες και “μάλωναν” στην κυριολεξία μαζί της! Την όργωναν με τα ξυλάλετρα, την έσκαβαν με τα τσαπιά και τα δικέλια, την πότιζαν απ τις πηγές και τα ποτάμια, την κλάδευαν με τους σβανάδες και τα κλαδευτήρια, την έβοσκαν με τα γιδοπρόβατα. Άλλος δάνειζε το αλέτρι, άλλος το βόδι, άλλος το πριόνι…ο ένας συμπλήρωνε τον άλλον. Βοηθιούνταν στο όργωνα, στο κλάδεμα, στο θέρισμα, στο αλώνισμα στο κούρεμα! Κι έτρεχαν ασταμάτητα απ΄ το πρωί ως το βράδυ πολεμώντας τη φτώχεια που κληρονόμησαν κι είχε θρονιάσει στην πόρτα τους. Ώσπου να ’ρθει η ώρα να πάνε τα γεννήματα στο μύλο, να μπει το κρασί στο βαένι, τα φρούτα στο κελάρι και το μαλλί να στήσει αργαλειό! Οι χαρές, τα γλέντια, τα πανηγύρια και οι θάνατοι ακόμα, συμπλήρωναν την απέραντη και μυστήρια αυτή ομορφιά, που μοναδικό στόχο είχε την επιβίωση!     Η Γκόλφω. απ' το θίασο του χωριού.φτώχεια, ανέχεια, αλλά το θέατρο θέατρο. και μάλιστα θέατρο αξιώσεων.[απ' τη συλλογή του Χ. Γ. Σκόδρα].Πανηγύρι στην πλατεία του χωριού. [συλ. Β. Γ. Σκόδρας]
Ενωμένοι σαν μια γροθιά αντιστάθηκαν και στις πιο δύσκολες συμφορές που τους έριξε η μοίρα. Και δεν ήταν λίγες: Τουρκοκρατία, Αρβανίτες, Μακεδονικός αγώνας, Βαλκανικοί πόλεμοι, Πρώτος Παγκόσμιος, Μικρασιατική εκστρατεία, Δεύτερος Παγκόσμιος. Παρόντες παντού…Ενθύμιο απ΄την Μ. Ασία.  [Στ. Μπούσιος]. [απ' τη συλλογή του Γεωργίου Στ. Μπούσιου].Και σαν ήρθε ο εμφύλιος, η Πανδώρα στρογγυλοκάθισε στην περιοχή. Οι αξίες τόσων χρόνων ξεχάστηκαν. Ποιος να φυλαχτεί κι από ποιον. Ποιον να βοηθήσεις και δε θα βρεθείς αντιμέτωπος με τους άλλους. Το κακό ήρθε από μέσα. Ήταν πρωτόγνωρο. Γιατρειά δεν υπήρχε.Aλβανία 1940. χωριανοί στον τάφο του Ν. Καραλή που έπεσε στο μέτωπο.[Aντ.απ' τη συλλογή του Χρήστου Γ.Σκόδρα].Το χωριό βρέθηκε στη δίνη του εμφύλιου και στα πεδία των εξελίξεων. Το τίμημα βαρύ. Οι πληγές ανεπούλωτες. Παρ’ όλα αυτά κατάφερε με τη λήξη του, να ορθοπατήσει.Μπορεί το κακό εύκολα να κυριαρχεί στον άνθρωπο, αλλά και το καλό τόσα χρόνια είχε ριζώσει στις καρδιές τους, είχε γίνει νοοτροπία. Και αντιστάθηκε!.. …και ήρθε πάλι η “άνοιξη”! με το που έλιωναν τα χιόνια ξεχύνονταν στην ύπαιθρο. Μουλάρια κι άλογα και γομάρια φορτωμένα με αλέτρια, τσαπιά, θκέλια, πριόνια, δικράνια, κλαδευτήρια κα.Αν και οι δουλειές πάντα περίσσευαν, έβρισκαν λίγο χρόνο, να βάλουν τα καλά τους, για μια οικογενειακή φωτογράφιση! [συλ.  Γ. Β. Στέφος].Tο σκάψιμο του αμπελιού, με το δικέλι.Κι άρχισαν τ’ αμπέλια να κλαδεύονται και να σκάβονται. Τα χωράφια να οργώνονται. Οι μύλοι να βάζουν μπροστά τις μυλόπετρες και οι τσοπάνηδες να στήνουν στρούγκα.Κι ακούγονταν τραγούδι απ’ τ’ αμπέλι να πλανάται στον αέρα. Κι αντιλαλούσε άλλο απ’ το απέναντι χωράφι. Και γέμιζε η πλάση με ήχους και χαρές και με τη συντροφιά του κούκου!Αγωγιάτες. [Αντιγραφή απ' τη συλλογή του Σπύρου Σκόδρα].Κι όταν ο ήλιος έπαιρνε να γείρει πίσω απ’ τη Βασιλίτσα, το δρόμο έπιαναν αποκαμωμένοι του γυρισμού.Συγκεντρωμένοι το βράδυ γύρω απ’ το σοφρά για το λιτό δείπνο, έκαναν τον απολογισμό της ημέρας και το πρόγραμμα για την αυριανή. Σε λίγο η λάμπα χαμήλωνε και κάτω απ’ το αχνό φως των αστεριών δεν άκουγες, παρά το γκιώνη απέναντι απ’ τον Αι-Πόσταλο και την ανατριχιαστική φωνή του αγροκόκοτα, «αουπέρα» απ’ τη Γκούρα…Tη δεκαετία του εξήντα το χωριό δέχεται άλλο ένα πλήγμα, αυτό της μετανάστευσης. Νέοι κυρίως παίρνουν το δρόμο της ξενιτιάς. Ένα παλιό πέτρινο εικονοστάσι στη θέση Πηγαδούλι, αρκετά έξω απ’ το χωριό, προς την ποταμιά, γίνεται μάρτυρας του ξενιτεμού! Όλοι μαζωμένοι, να ξεπροβοδίζουν τον υποψήφιο, για τη Γερμανία κυρίως.Το ξεπροβόδισμα του ξενιτεμένου. “Πηγαδούλι”. [φωτο- Α.Δ.Ζατραζέμης]Το σκηνικό ίδιο! Φιλιά, κλάματα, αναφιλητά, η σπαραχτική φωνή της μάνας, ευχές! Και τέλος η φιγούρα του ξενιτεμένου να χάνεται στο μονοπάτι της Ντραγασιάς, τρέχοντας σχεδόν, για να δώσει ένα τέλος στην “τραγωδία”. Επιστρέφοντας οι χωριανοί σπάζουν ένα κλαράκι απ’ τα παρακείμενα δέντρα κατά το έθιμο: “Ως να ξεραθεί το κλαδί, να έχει γυρίσει ο ξενιτεμένος σπίτι του”!Στη δεκαετία του εβδομήντα αρχίζει η αντίστροφη μέτρηση. Η καλλιέργεια της γης με τον πλέον παραδοσιακό τρόπο φαίνεται ασύμφορη και η έλλειψη εργατικών χεριών την κάνει ακόμα πιο δύσκολη. Μεταβατικό στάδιο απ’ το ξυλάλετρο και το δρεπάνι στα σύγχρονα εργαλεία δεν υπάρχει. Γίνεται η υπέρβαση. Απ’ την παραδοσιακή καλλιέργεια στην εγκατάλειψη, στο απόλυτο μηδέν. Η γη που τους έζησε χιλιάδες χρόνια, σαν να μην υπήρξε ποτέ. Της γυρίζουν την πλάτη. Το διαζύγιο είναι οριστικό.Μέσα σε μια δεκαετία ερήμωσαν τα πάντα. Ξυλοκάλυβα και πετροκάλυβα που ήταν στ’ αμπελοχώραφα, εξαφανίστηκαν. Τα πετροντούβαρα που οριοθετούσαν τα σύνορα, ισοπεδώθηκαν. Τα αμπελοχώραφα έγιναν βοσκότοποι. Οι παραδοσιακές αχυρώνες με πέτρες και αχυροσκεπές, έγιναν γκουμαράδες. Το τραγούδισμα της μυλόπετρας κατά μήκος του ποταμιού έπαψε και οι νεράιδες και τα ξωτικά κρύφτηκαν για πάντα! Στον αέρα δεν ακούγεται το τραγούδι των θεριστάδων. Ο “μαύρος θέρος” δεν υπάρχει πια!!!Tο “καλίγωμα”.Μια ολόκληρη “εποχή”, μια εποχή με βάσανα και καημούς, με πίκρες και δυσκολίες, με πόνο και κούραση, αλλά και χαρές και γέλια και ζωντάνια, μια εποχή με έναν ιδιόμορφο ρομαντισμό, εξέλιπε μια για πάντα! Την ίδια φυσικά τύχη είχε και η κτηνοτροφία.Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, αρχίζουν να αποστρέφονται οτιδήποτε θυμίζει τα προηγούμενα χρόνια. Αυτή η αναστάτωση επιδρά στην ψυχολογία τους. Φουστανέλα για τις επίσημες μέρες. Στέργιος ΖατραζέμηςΓια όλα φταίει η κακή τους μοίρα, που τους έριξε σ αυτόν εδώ τον τόπο και τους γέμισε φτώχεια και ταλαιπώρια. Κι αρχίζουν να “ξορκίζουν” το κακό. Ο,τι παλιό παραδοσιακό, παραμερίζεται σαν καταραμένο και αναθεματίζεται. Γεμίζουν οι αποθήκες από γεωργικά εργαλεία: πριόνια, σιάρες, διρμόνια, γκαρμπολόια, παλαμαριές, σκαφίδια, πινακωτά… Ο φούρνος σταμάτησε να βγάζει ψωμί και η παραδοσιακή γάστρα να ψένει πίτες. Τα τζάκια αντικαταστιούνται με μεταλλικές σόμπες.Οι πλάκες απ’ τις σκεπές, γίνονται λαμαρίνες. Πλακόστρωτα και πετροντούβαρα τσιμεντοποιούνται. Ξύλινα παράθυρα, παντζούρια, πόρτες, περβάζια, κάγκελα, σκάλες γίνονται όλα από σίδερο. Το χωριό περνά τη χειρότερη κρίση. Μοιάζει με γριά νύφη στολισμένη με παράταιρα ξόμπλια!Παραδοσιακά επαγγέλματα όπως του γεωργού, του σαμαρά, του τσαγκάρη, του αγωγιάτη, του κυρατζή, του μυλωνά, του ασβεστά, του καλιγωτή, της υφάντριας, περνούν στο περιθώριο. Οι κάτοικοι καταφεύγουν στα αστικά κέντρα για καλύτερη τύχη. Σε λίγες δεκαετίες η απογοήτευση θα κυριαρχεί στα πρόσωπά τους!Το 1995 με το σεισμό το χωριό χάνει την ευκαιρία να παραμείνει χωριό, να διατηρήσει κάποια χαρακτηριστικά έστω. Καμιά μέριμνα για κάποιον αρχιτεκτονικό παραδοσιακό ρυθμό. Τσιμέντο και άσφαλτος χύθηκαν παντού. Στους δρόμους στα σοκάκια, στα οικόπεδα. Σπίτια τσιμεντόκουτα ξεφύτρωσαν στις γειτονιές, μη έχοντας καμία σχέση με το χώρο…Σήμερα βρίσκεται σε τροχιά “ανάπτυξης” με όλες τις αρνητικές παραμέτρους, που μπορεί να οδηγήσουν στην υποβάθμιση ενός σπάνιου, από κάθε άποψη, περιβάλλοντος. Το σύγχρονο πλιάτσικο των φυσικών πόρων άρχισε σιγά-σιγά και φτιασιδωμένο να διαφαίνεται!!! Αντώνης Ζατραζέμης