ΟΙ ΝΕΡΑΙΔΕΣ ΤΗΣ ΛΑΒΔΑΣ
Η πρώτη πνευματική τροφή στα μικρά παιδικά χρόνια, είναι ο μύθος. Ο μύθος και η μυθολογία, τα παραμύθια της γιαγιάς και του παππού θεμελιώνουν τον ψυχικό μας κόσμο. Με το μύθο αρχίζει η πνευματική ζωή του ανθρώπου στα πρώτα βήματα του.
Όλα τα χωριά μικρά ή μεγάλα, έχουν τις δικές τους μυθικές ιστορίες, ψεύτικες ή αληθινές. Και το χωριό μας , έχει την δική του μυθική ιστορία η οποία μεταδόθηκε από γενιά σε γενιά, και έφτασε μέχρι της ημέρες μας.
Η ιστορία είναι η εξής.
«Το χωριό, στα πολύ παλιά χρόνια, ήταν κτισμένο στην περιοχή των Αγίων Αποστόλων μέχρι το ‘Σταυροπύκι’. Είχε μια και μοναδική βρύση, την Μπλούσια, που ήταν χαμηλά στο χωριό, ανάμεσα από πανύψηλα βουνά και πυκνά δέντρα. Στη βρύση ήταν μια μεγάλη, πολύ μεγάλη λεκάνη από πεύκο, την οποία χρησιμοποιούσαν οι τσοπάνοι για να ποτίζουν τα πρόβατά τους και οι κάτοικοι τα ζώα τους.
Εκεί σ’αυτήν την βρύση, για τρεις βραδιές, πριν βγει το φεγγάρι, ένα παράξενο φως, φώτιζε την περιοχή της βρύσης, και μια παράξενη γλυκιά μελωδία αντηχούσε σε όλη την περιοχή.
Το φαινόμενο αυτό τρόμαξε αρκετούς που το είδαν και το άκουσαν. Όλοι την επόμενη μέρα, συζητούσαν στο χωριό για το γεγονός αυτό, και δύο φίλοι , νέοι, παλικάρια της Λάβδας, αποφάσισαν να πάνε την νύχτα στην περιοχή της βρύσης για να δουν το τι συμβαίνει. Πριν φτάσουν στη βρύση, ο ένας φοβήθηκε και επέστρεψε στο σπίτι του, ο άλλος έμεινε. Σε λίγο ήρθε η μελωδία και το παράξενο φως και εμφανίσθηκαν στον χώρο της βρύσης, τρεις άγγελοι – νεράϊδες. βγάλανε τις πλεξούδες τους και άρχισαν να λούζονται στην μεγάλη λεκάνη της βρύσης. Θαμπώθηκε ο Λαβδανιώτης από την ομορφιά που είχαν οι νεράιδες, και χωρίς να φοβηθεί , όρμισε και άρπαξε την πλεξούδα της πιο μικρής νεράιδας. Οι δύο νεράιδες, έφυγαν , χάθηκαν σας αέρας, ενώ η Τρίτη η μικρή, έμεινε να τον παρακαλεί να της δώσει την πλεξούδα της για να φύγει.
Ο Λαβδανιώτης, άφοβος και τολμηρός , τολμά της πιάνει το χέρι , και της λέει: Πες μου τι είσαι, θεά ή άγγελος;
Και εκείνη του είπε, ότι είναι νεράιδα όπως και οι άλλες δύο, και ήρθαν στη βρύση για να λουστούν, γιατί βρήκαν το νερό ζεστό. Ο Λαβδανιώτης, θαμπώθηκε από την ομορφιά της, και αποφάσισε να την πάρει, να την πάει στο χωριό, και να την κάνει γυναίκα του. Εκείνη έκλαιγε και τον παρακαλούσε να την αφήσει, αλλά εκείνος την έσυρε βίαια προς το χωριό, στο σπίτι του. Μέχρι την πόρτα του σπιτιού του, τον εκλιπαρούσε κλαίγοντας και οδύροντας , και λέγοντας τον: «Μην μου το κάνεις αυτό, γιατί δεν θα σου βγει σε καλό».
Την πήρε μέσα στο σπίτι του, και βίαια την έκανε γυναίκα του. Από την ώρα που μπήκε στο σπίτι του, η νεράιδα, έπαψε να μιλάει. Υποτάχθηκε όμως στις θελήσεις, και στις επιδιώξεις του, και έγινε υπόδειγμα συζύγου και νοικοκυράς.
Μετά από ένα χρόνο, έφερε στον κόσμο το πρώτο της παιδί, και έγινε υποδειγματική μάνα, αλλά, δεν μιλούσε.
Πέρασαν άλλα δύο χρόνια, και συνέχιζε να μην μιλάει. Αυτό εξόργισε τον Λαβδανιώτη, και μια μέρα, πίνει , μεθά, και οργισμένος παίρνει το παιδί τους στην αγκαλιά του, και του βάζει το μαχαίρι στο λαιμό, και της λέει: «Ή μιλάς, ή σφάζω το παιδί μας, γιατί δεν αντέχω άλλο να με τυραννάς». Και πάλι εκείνη δεν μίλησε. Τράβηξε το μαχαίρι τότε και έσφαξε το παιδί. Και τότε, η νεράιδα έδιωξε την σιωπή της, και με οδύνη και οργή, είπε στον Λαβδανιώτη. « Τρία χρόνια έκανες κακούργε υπομονή, τρεις μέρες δεν μπορούσες να κάμεις ακόμη, και μου έσφαξες το παιδί; Η Λάβδα θα γινόταν Λαβδούπολη μια μέρα, μα τώρα θα την καταραστώ για σένα φονιά πατέρα. Έσκυψε πήρε το νεκρό παιδί στην αγκαλιά της, και πέταξε στους ουρανούς. Ο Λαβδανιώτης κάρφωσε τότε το μαχαίρι στην καρδιά του.
από το αρχείο Μιλτιάδη Καραλή