[μικρό χρονικό-απόσπασμα]
Χτισμένο σε υψόμετρο 1100 μ. και στη βορινή πλευρά του λόφου κρυμμένο μέσα σε θεόρατα δέντρα έμεινε μακριά απ’ το βλέμμα του Τούρκου. Μόνο ο δεκατζής περνούσε μια φορά το χρόνο, για το φόρο σοδειάς και, πού και πού ο ταχυδρόμος και οι ζαπτιέδες. Επίσης χάρη στην αυτοάμυνα που οργάνωσαν οι χωριανοί κατάφεραν και κράτησαν μακριά τους Αρβανίτες που διέσχιζαν τον ορεινό όγκο και έκαναν πλιάτσικο σ’ όλα τα χωριά με την ανοχή των Τούρκων. Είναι γνωστή η ιστορία κάποιου Καρακίτσιου που μόνος του κυνήγησε ένα μπουλούκι, δεκαπέντε -είκοσι Αρβανιτών. Στην είδηση ότι έρχονται απ’ τη μεριά της Αβδέλλας προσπάθησε να συστήσει μια ομάδα για την απόκρουσή τους. Μη μπορώντας να βρει εθελοντές όμως, γιατί ήταν θέρος και όλοι έλειπαν στα χωράφια και μη έχοντας χρόνο, πήγε μόνος του με το γκρα και ταμπουρώθηκε μεταξύ Γκιοβάνου και Κουζήλιου και όταν τους είδε άρχισε να τους ρίχνει απανωτά. Οι Αρβανίτες από φόβο ότι είχαν απέναντί τους πολλούς ν’ αντιμετωπίσουν, “έκοψαν πέρα”. Επίσης είναι γνωστό ότι σε μια απ’ τις καθόδους τους, αφού πέρασαν από πολλά Κουπατσαροχώρια και επιδόθηκαν σε άγριο πλιάτσικo, επιστρέφοντας μέσα απ’ τον ορεινό όγκο Όρλιακια- Κουκουράβα- Καντήλα -Γκιοβάνο, κάπου στην Κουκουράβα, τους έστησαν καρτέρι οι Λαβδανιώτες και τους πήραν όλη τη λεία, μαζί και τα ζωντανά. Έμαθαν όμως τ’ άλλα χωριά και κάποιοι ήρθαν να ζητήσουν πίσω τα πράγματά τους, για να εισπράξουν την απάντηση: “αν τα θέλατε ας τα φυλάγατε!” Ακόμα και τώρα στην κορυφή του χωριού “Δέντρα”, φαίνονται οι γούρνες που χρησίμευαν για ταμπούρια εναντίον των Αρβανιτών. …Tη δεκαετία του είκοσι και στις αρχές του τριάντα, η ελληνική ύπαιθρος μαστίζεται από τους «κλέφτες». Οι Ζιωγαίοι από το χωριό, ο Ζιώγας Απόστολος, ο Αντώνιος και ο Βασίλης αδέρφια, συκοφαντημένοι και διωγμένοι απ’ τ’ άδικο της μοίρας, αναγκάζονται «να βγουν» κλέφτες. Γίνονται ο φόβος και ο τρόμος στην περιοχή, αλλά και στην ευρύτερη ακόμα. Όταν η τότε κυβέρνηση προκήρυξε τους “κλέφτες”, τον σκότωσαν με δόλιο τρόπο τρεις φίλοι του-αδέρφια- έξω απ’ την Κρανιά Ελασσόνας, στο μαντρί που τον φιλοξενούσαν κάθε χειμώνα, για να εισπράξουν την προκήρυξη, που δεν ήταν καθόλου ευκαταφρόνητη.
Μέσα από μια τέτοια σχέση αλτρουιστική είναι επόμενο να ενδυναμώνονται και οι διαπροσωπικές σχέσεις. Η αλληλεγγύη έγινε νοοτροπία και οι συνδετικοί μεταξύ τους κρίκοι πιο ισχυροί. Την αγαπούσαν τη γη! Τη σέβονταν! Έπαιρναν απ’ αυτήν όσα μπορούσε να δώσει κι όσα χρειάζονταν. Την αειφορική διαχείριση την ζούσαν από τότε κι ας μην ήξεραν τι είναι. Ήταν τρόπος ζωής γι αυτούς, που τον διδάχτηκαν μέσα απ’ την ίδια τη ζωή και τις δυσκολίες της. …Και σαν έρχονταν η ώρα και το επέτρεπε ο καιρός, ξεχύνονταν στα χωράφια και στις στρούγκες και “μάλωναν” στην κυριολεξία μαζί της! Την όργωναν με τα ξυλάλετρα, την έσκαβαν με τα τσαπιά και τα δικέλια, την πότιζαν απ τις πηγές και τα ποτάμια, την κλάδευαν με τους σβανάδες και τα κλαδευτήρια, την έβοσκαν με τα γιδοπρόβατα. Άλλος δάνειζε το αλέτρι, άλλος το βόδι, άλλος το πριόνι…ο ένας συμπλήρωνε τον άλλον. Βοηθιούνταν στο όργωνα, στο κλάδεμα, στο θέρισμα, στο αλώνισμα στο κούρεμα! Κι έτρεχαν ασταμάτητα απ΄ το πρωί ως το βράδυ πολεμώντας τη φτώχεια που κληρονόμησαν κι είχε θρονιάσει στην πόρτα τους. Ώσπου να ’ρθει η ώρα να πάνε τα γεννήματα στο μύλο, να μπει το κρασί στο βαένι, τα φρούτα στο κελάρι και το μαλλί να στήσει αργαλειό! Οι χαρές, τα γλέντια, τα πανηγύρια και οι θάνατοι ακόμα, συμπλήρωναν την απέραντη και μυστήρια αυτή ομορφιά, που μοναδικό στόχο είχε την επιβίωση!
Ενωμένοι σαν μια γροθιά αντιστάθηκαν και στις πιο δύσκολες συμφορές που τους έριξε η μοίρα. Και δεν ήταν λίγες: Τουρκοκρατία, Αρβανίτες, Μακεδονικός αγώνας, Βαλκανικοί πόλεμοι, Πρώτος Παγκόσμιος, Μικρασιατική εκστρατεία, Δεύτερος Παγκόσμιος. Παρόντες παντού...
Μπορεί το κακό εύκολα να κυριαρχεί στον άνθρωπο, αλλά και το καλό τόσα χρόνια είχε ριζώσει στις καρδιές τους, είχε γίνει νοοτροπία. Και αντιστάθηκε!..
…και ήρθε πάλι η “άνοιξη”! με το που έλιωναν τα χιόνια ξεχύνονταν στην ύπαιθρο. Μουλάρια κι άλογα και γομάρια φορτωμένα με αλέτρια, τσαπιά, θκέλια, πριόνια, δικράνια, κλαδευτήρια κα. Κι άρχισαν τ’ αμπέλια να κλαδεύονται και να σκάβονται. Τα χωράφια να οργώνονται. Οι μύλοι να βάζουν μπροστά τις μυλόπετρες και οι τσοπάνηδες να στήνουν στρούγκα. Κι ακούγονταν τραγούδι απ’ τ’ αμπέλι να πλανάται στον αέρα. Κι αντιλαλούσε άλλο απ’ το απέναντι χωράφι. Και γέμιζε η πλάση με ήχους και χαρές και με τη συντροφιά του κούκου!
Συγκεντρωμένοι το βράδυ γύρω απ’ το σοφρά για το λιτό δείπνο, έκαναν τον απολογισμό της ημέρας και το πρόγραμμα για την αυριανή. Σε λίγο η λάμπα χαμήλωνε και κάτω απ’ το αχνό φως των αστεριών δεν άκουγες, παρά το γκιώνη απέναντι απ’ τον Αι-Πόσταλο και την ανατριχιαστική φωνή του αγροκόκοτα, «αουπέρα» απ’ τη Γκούρα… Tη δεκαετία του εξήντα το χωριό δέχεται άλλο ένα πλήγμα, αυτό της μετανάστευσης. Νέοι κυρίως παίρνουν το δρόμο της ξενιτιάς. Ένα παλιό πέτρινο εικονοστάσι στη θέση Πηγαδούλι, αρκετά έξω απ’ το χωριό, προς την ποταμιά, γίνεται μάρτυρας του ξενιτεμού! Όλοι μαζωμένοι, να ξεπροβοδίζουν τον υποψήφιο, για τη Γερμανία κυρίως.
Στη δεκαετία του εβδομήντα αρχίζει η αντίστροφη μέτρηση. Η καλλιέργεια της γης με τον πλέον παραδοσιακό τρόπο φαίνεται ασύμφορη και η έλλειψη εργατικών χεριών την κάνει ακόμα πιο δύσκολη. Μεταβατικό στάδιο απ’ το ξυλάλετρο και το δρεπάνι στα σύγχρονα εργαλεία δεν υπάρχει. Γίνεται η υπέρβαση. Απ’ την παραδοσιακή καλλιέργεια στην εγκατάλειψη, στο απόλυτο μηδέν. Η γη που τους έζησε χιλιάδες χρόνια, σαν να μην υπήρξε ποτέ. Της γυρίζουν την πλάτη. Το διαζύγιο είναι οριστικό. Μέσα σε μια δεκαετία ερήμωσαν τα πάντα. Ξυλοκάλυβα και πετροκάλυβα που ήταν στ’ αμπελοχώραφα, εξαφανίστηκαν. Τα πετροντούβαρα που οριοθετούσαν τα σύνορα, ισοπεδώθηκαν. Τα αμπελοχώραφα έγιναν βοσκότοποι. Οι παραδοσιακές αχυρώνες με πέτρες και αχυροσκεπές, έγιναν γκουμαράδες. Το τραγούδισμα της μυλόπετρας κατά μήκος του ποταμιού έπαψε και οι νεράιδες και τα ξωτικά κρύφτηκαν για πάντα! Στον αέρα δεν ακούγεται το τραγούδι των θεριστάδων. Ο “μαύρος θέρος” δεν υπάρχει πια!!!
Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, αρχίζουν να αποστρέφονται οτιδήποτε θυμίζει τα προηγούμενα χρόνια. Αυτή η αναστάτωση επιδρά στην ψυχολογία τους. Οι πλάκες απ’ τις σκεπές, γίνονται λαμαρίνες. Πλακόστρωτα και πετροντούβαρα τσιμεντοποιούνται. Ξύλινα παράθυρα, παντζούρια, πόρτες, περβάζια, κάγκελα, σκάλες γίνονται όλα από σίδερο. Το χωριό περνά τη χειρότερη κρίση. Μοιάζει με γριά νύφη στολισμένη με παράταιρα ξόμπλια! Παραδοσιακά επαγγέλματα όπως του γεωργού, του σαμαρά, του τσαγκάρη, του αγωγιάτη, του κυρατζή, του μυλωνά, του ασβεστά, του καλιγωτή, της υφάντριας, περνούν στο περιθώριο. Οι κάτοικοι καταφεύγουν στα αστικά κέντρα για καλύτερη τύχη. Σε λίγες δεκαετίες η απογοήτευση θα κυριαρχεί στα πρόσωπά τους! Το 1995 με το σεισμό το χωριό χάνει την ευκαιρία να παραμείνει χωριό, να διατηρήσει κάποια χαρακτηριστικά έστω. Καμιά μέριμνα για κάποιον αρχιτεκτονικό παραδοσιακό ρυθμό. Τσιμέντο και άσφαλτος χύθηκαν παντού. Στους δρόμους στα σοκάκια, στα οικόπεδα. Σπίτια τσιμεντόκουτα ξεφύτρωσαν στις γειτονιές, μη έχοντας καμία σχέση με το χώρο… Σήμερα βρίσκεται σε τροχιά “ανάπτυξης” με όλες τις αρνητικές παραμέτρους, που μπορεί να οδηγήσουν στην υποβάθμιση ενός σπάνιου, από κάθε άποψη, περιβάλλοντος. Το σύγχρονο πλιάτσικο των φυσικών πόρων άρχισε σιγά-σιγά και φτιασιδωμένο να διαφαίνεται!!!
Αντώνης Ζατραζέμης |